Archive for Δεκέμβριος, 2011

22 Δεκεμβρίου, 2011

Η υποκρισία θεσμοποιεί κόμματα των αγορών

Άκρως αποκαλυπτικοί για τους πραγματικούς στόχους υπήρξαν οι διάλογοι τόσο μέσα στη Βουλή με αφορμή επερώτηση της κας Μπακογιάννη και τη γενίκευση της συζήτησης που ακολούθησε, όσο και στην εκπομπή της Δευτεριάτικης «Ανατροπής». Η σχετική θεματολογία που αναπτύχθηκε επικεντρώθηκε τεχνηέντως και με επιμονή στη διαπίστωση ότι το κομματικό σύστημα επιχορηγείται πλουσιοπάροχα από το κράτος, ενώ ο κόσμος γύρω μας υποφέρει από την κρίση. Ότι λοιπόν, τούτου δεδομένου, θα πρέπει άμεσα να μειωθεί τουλάχιστον κατά το ήμισυ η επιχορήγηση και ακόμα περισσότερο μέσω του συνυπολογισμού των αμοιβών των αποσπασμένων υπαλλήλων και με μια σειρά μέτρα που ο κ.Ραγκούσης μέσω μιας «επιτροπής σοφών» κατέγραψε όταν ήταν υπουργός Εσωτερικών.

Η σχετική συζήτηση δεν πρόκυψε καθόλου αθώα και συντηρείται με την άκρως υποκριτική επίκληση της δήθεν ανταπόκρισης των πρωταγωνιστών του πολιτικού συστήματος που βρίσκεται σε κρίση στην απαίτηση του κόσμου για διαφάνεια, για κόμματα αρχών, για κτύπημα της διαπλοκής! Όταν βεβαιώθηκαν, οι εν λόγω πρωταγωνιστές, ότι τα κόμματά τους μπήκαν στο απυρόβλητο για τις πανθομολογούντες διαπλοκές με την Siemens, την Ferrostal, την Man, τους εγχώριους «νταβατζήδες» και τους λοιπούς που μοιράστηκαν  τον πακτωλό των κονδυλίων και των δανεικών της χρυσής (τους) προηγούμενης δεκαετίας, όταν είδαν και άκουσαν έντρομοι τις εκατοντάδες χιλιάδες πολιτών στις πλατείες να αγανακτούν, να βρίζουν και να μουντζώνουν, τότε μόνο και σε πλήρη συναίνεση μεταξύ τους τα κόμματα του δικομματισμού και οι γνωστοί πλέον «λαγοί» του μνημονιακού μπλοκ επιδόθηκαν στο λαϊκίστικο τροπάρι της καταγγελίας συλλήβδην των κομμάτων ως κρατικοδίαιτων άχρηστων μηχανισμών.

Η γνωστή συνταγή του λαϊκισμού «πονάει χέρι, κόβει χέρι» που λειτουργεί προφανώς ως κολυμβήθρα του Σιλωάμ για τους εγκληματικά υπόλογους πολιτικούς των κομμάτων του δικομματισμού, εφαρμόζεται κατά γράμμα στην προπαγάνδα για την χρηματοδότηση. Έτσι το πραγματικό πρόβλημα της υπερχρέωσης της Ν.Δ. και του ΠΑΣΟΚ με υποθήκευση πολλών μελλοντικών επιχορηγήσεων, το πραγματικό ζήτημα επίσης των αδιαφανών και πολυπλόκαμων σχέσεων που αναπτύσσουν με τα μεγάλα οικονομικά συμφέροντα τα κόμματα εξουσίας, ακόμα και η αναγνωρισμένη σκανδαλώδης δαπάνη ιδιαίτερα σε προεκλογικές περιόδους από κόμματα και υποψήφιους των δύο κομμάτων, όλα αυτά καλύπτονται και εξαφανίζονται ως δια μαγείας κάτω από το δήθεν αμείλικτο ερώτημα «πόσο κοστίζουν τα κόμματα σε κάθε Έλληνα;» και το ευθέως υποκρυπτόμενο «γιατί να κοστίζουν τα κόμματα και να μην αυτοσυντηρούνται πλήρως;».

Η σχετική συζήτηση επί της ουσίας έχει γίνει και θεωρείται εξαντλημένη σε τρεις τουλάχιστον κομβικές περιόδους της μεταπολίτευσης από το ’84 μέχρι και το τέλος της δεκαετίας του ’90. Η εμπειρία από τότε θα μπορούσε πράγματι να χρησιμοποιηθεί για να υπάρξουν αυτές οι ρυθμίσεις και οι πρόνοιες που θα καθιστούν, την εντελώς αναγκαία για τη λειτουργία της τυπικής αστικής δημοκρατίας επιχορήγηση προς τα κόμματα, πιο δίκαιη, πιο ποιοτική, απολύτως διαφανή και βεβαίως απολύτως συμβατή μέσα στις συνθήκες κρίσης που δημιουργούν οι μνημονιακές πολιτικές.

Η, ακριβώς αντίθετη, λογική την οποία θέλει να προωθήσει το μνημονιακό πολιτικό μπλοκ, προς ίδιον όφελος, δηλαδή ως μέρος μιας γενικότερης στρατηγικής για την αναστήλωση του πολιτικού (τους) συστήματος ευνοεί και τροφοδοτεί, οδηγεί ευθέως στη λειτουργία και στην επιβίωση ενός κομματικού συστήματος υπόλογου, όμηρου και οικονομικά υπόχρεου, άρα διαπλεκόμενου, στις αγορές. Στρέφεται δε αυτή η λογική ευθέως εναντίον των δυνάμεων της Αριστεράς, δηλαδή εναντίον των δυνάμεων που απειλούν σήμερα με πραγματική ανατροπή το πολιτικό σύστημα και που επικοινωνούν, γειώνονται, με τις οδύνες, τις ανάγκες αλλά και τις ελπίδες ενός ολόκληρου κόσμου της εργασίας που δοκιμάζεται δεινά.

Γιατί θα ρωτήσει κάποιος θίγονται τα κόμματα της Αριστεράς που προγραμματικά μάλιστα αγωνίζονται για την ριζική αλλαγή του συστήματος και προφανώς δεν δέχονται να θεωρούνται υποχείρια κρατικοδίαιτα αυτού του συστήματος; Το ζήτημα δεν είναι καθόλου θεωρητικό.

Δεν είναι πολυτέλεια για τα κόμματα της Αριστεράς η ενίσχυση  ή και η πλήρης οικονομική συντήρηση ΜΜΕ, εν προκειμένω και σε ότι μας αφορά της «Αυγής», του «Κόκκινου» όπως βέβαια και άλλων έγκυρων εκδοτικών εγχειρημάτων, όπως της «Εποχής», του «Πριν», του «Δρόμου», τα έντυπα του ευρύτερου χώρου του ΣΥΡΙΖΑ κ.α. Τα αστικά κόμματα, που τα ίδια χαρακτηρίζονται ως κόμματα εξουσίας και νέμονται τη διακυβέρνηση μεταπολιτευτικά έχουν την ίδια ή και μεγαλύτερη επιρροή στα Μεγάλα συγκροτήματα Τύπου και βέβαια στα κανάλια της τηλεόρασης. Έστω και μόνο με αυτό το παράδειγμα διαφαίνεται ο στόχος για μια ανάπηρη δημοκρατία στην προσεχή κρίσιμη περίοδο των μνημονιακών δεσμεύσεων, δηλαδή γίνεται προφανής η μονομερής και άκρως αρνητική συνέπεια σε βάρος της Αριστεράς μέσω της οριζόντιας απομείωσης της επιχορήγησης.

Το ίδιο ισχύει και για τις χορηγίες προς τα ινστιτούτα και τα θεωρητικά κέντρα. Μια απλή σύγκριση των προγραμμάτων και της ποιοτικής δουλειάς, των θεωρητικών διεργασιών στη χώρα μας και την Ευρώπη, των επιστημονικών, των ιστορικών και κοινωνικών ερευνών, που έχουν καταγραφεί από τη λειτουργία του Ινστιτούτου Πουλατζά, των ΑΣΚΙ, με τα αντίστοιχα προγράμματα προσωποπαγών «κέντρων» που αναφέρονται συνήθως σε επετειακές εκδηλώσεις των κομμάτων εξουσίας, δείχνει την ποιοτική διάσταση που αντιδιαστέλει εμφανώς τον εμπλουτισμό της πολιτικής ζωής από την πιθανή διασπάθιση του δημοσίου χρήματος.

Ο κατάλογος των παραδειγμάτων που πιστοποιούν το αναγκαίο «κόστος δημοκρατίας» που έχει καθιερωθεί άλλωστε σε τουλάχιστον 80 προηγμένες χώρες παγκοσμίως είναι μακρύς. Σε ότι αφορά την Αριστερά, τα στελέχη της, τους ευρωβουλευτές και τους βουλευτές της αποτελεί τίτλο τιμής η διάθεση των αναλογούντων ποσών ακόμα και σε καμπάνιες, σε μορφές αλληλεγγύης, σε πολιτικές γιορτές, σε ειδικές εκδόσεις, σε κινητοποιήσεις εργαζομένων, σε όλα αυτά που εμπλουτίζουν τη δημοκρατία ακριβώς γιατί εκφράζουν την κριτική αμφισβήτηση του συστήματος και την αναζήτηση στους δρόμους για το σοσιαλισμό.

Βρισκόμαστε, λοιπόν, μπροστά σε μια ακόμη σύγκρουση με διακύβευμα την υπεράσπιση της δημοκρατίας απέναντι στο μνημονιακό μπλοκ που προλειαίνει το έδαφος για τη χειραγώγηση της πολιτικής ζωής και την αναστήλωση της επιρροής του με περιθωριοποίηση των κοινωνικών δυνάμεων και των πολιτικών κομμάτων που αντιστέκονται και αποδομούν το μονόδρομό τους. Είναι γελασμένοι εάν θεωρούν ότι η κουτσουρεμένη μεταπολιτευτική μας δημοκρατία θα παραδοθεί αμαχητί στις επιλογές και τους πολιτικούς της αγοράς, ότι η ασυλία τους θα τύχει της οποιασδήποτε κοινωνικής συναίνεσης στο όνομα της κρίσης που βιώνουν οι απλοί πολίτες.

Κυριακάτικη Αυγή, 22.12.2011

21 Δεκεμβρίου, 2011

Συνέντευξη «Στο Κόκκινο» – 21.12.11

https://i0.wp.com/politicsgr.net/wp-content/uploads/2012/03/%CE%A3%CF%84%CE%BF-%CE%9A%CF%8C%CE%BA%CE%BA%CE%B9%CE%BD%CE%BF-300x300.jpg

Να προσπαθήσουμε να αποτυπώσουμε λίγο την κατάσταση. Έχουμε από τη  μια πλευρά μια κυβέρνηση να παραπαίει μέσα στις αντιφάσεις της ψηφίζοντας ταυτόχρονα νέα μέτρα, φέρνοντας στο τραπέζι νέα μέτρα, έχουμε τον κ. Παπαδήμο να συναρτά την πορεία της κυβέρνησης με τις εσωτερικές εξελίξεις στο ΠΑΣΟΚ, πολλούς από τους ήδη κυβερνώντες να προσπαθούν να αποστασιοποιηθούν από την πολιτική του μνημονίου.

Κάνουν μια «πρόβα απόδρασης» τόσο οι υπουργοί του ΠΑΣΟΚ από το μνημονιακό κέλυφος εν’ όψει των εσωτερικών διεργασιών στο ΠΑΣΟΚ όσο και το κόμμα της Ν.Δ. το οποίο δεν θέλει να χρεωθεί μέχρι τον πάτο μπροστά στις εκλογές την πλήρη ταύτιση με την πολιτική του ΠΑΣΟΚ. Αυτά, όμως, είναι παιχνιδάκια. Τα πράγματα είναι πάρα πολύ σοβαρά. Είναι φανερό πια ότι χρειάζεται  μια εναλλακτική  πολιτική. Μια τομή στις εξελίξεις, μια ανατροπή αυτής της πολιτικής στον πυρήνα της, η μη ψήφιση της δανειακής σύμβασης και το άνοιγμα ενός άλλου δρόμου με άλλους συσχετισμούς στην Ελλάδα, που θα επηρεάσει  και σε κλίμακα Ευρώπης τους συσχετισμούς. Αυτή είναι η μόνη απόφαση, που ούτε καν μπορούν να τη διανοηθούν, βέβαια, οι κύριοι και οι κυρίες του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ.

Έτσι ακριβώς είναι, αλλά ας έρθουμε και στην άλλη πλευρά. Βλέπουμε τον ΣΥΡΙΖΑ να επιμένει σε αυτή την εναλλακτική πρόταση και να συνεχίζει τα καλέσματά του για συνεργασίες και  από την άλλη πλευρά έχουμε το ΚΚΕ να επιμένει να αρνείται, κ.Βούτση, και μάλιστα χρησιμοποιώντας και απαξιωτικούς προσδιορισμούς.

Κάθε εβδομάδα επιλέγει και κάτι για να απαντά η Αλέκα Παπαρήγα. Το κρίσιμο ζήτημα είναι η ουσία.  Αυτή τη στιγμή η μεν ηγεσία του ΚΚΕ δεν θέλει ακόμα, δεν έχει ωριμάσει για να δεχθεί ότι υπάρχουν και άλλες αριστερές δυνάμεις στη χώρα. Ενώ μέσα στον κόσμο είναι ώριμο και απολύτως αυτονόητο  και κατανοητό ότι υπάρχουν και άλλες αριστερές δυνάμεις στην Ελλάδα, ευρύτερες αριστερές δυνάμεις πέραν του ΚΚΕ που θα μπορούσαν να συνδιαμορφώσουν ένα πλατύ εναλλακτικό μέτωπο στην μνημονιακή λαίλαπα. Προφανώς, λοιπόν, δεν θέλουν να αναγνωρίσουν αυτή την πραγματικότητα και με αυτή την έννοια αρνούνται χωρίς να βάζουν και ένα πλαίσιο από την πλευρά τους για επιθυμητή ενότητα. Εγώ θα δεχόμουν να γίνει μια συζήτηση – κι εμείς είμαστε ανοιχτοί, το ξέρετε πολύ καλά- όλα τα κόμματα της αριστεράς, της οικολογίας, άνθρωποι, στελέχη, δυνάμεις που αποδεσμεύονται από τα αριστερά του ΠΑΣΟΚ, να βάλουν το δικό τους πλαίσιο, δεν μιλάω για όρους, για προϋποθέσεις, το δικό τους πλαίσιο συζήτησης. Αλίμονο. Εμείς δεν είπαμε να προσχωρήσει κανείς στη δικιά μας στρατηγική πολιτική. Δεν το βάζουν καν. Δεν ασχολούνται  να πουν ότι αυτό το πλαίσιο δεν μας αρέσει, πρέπει η ενωτική αριστερά να διαμορφώσει ένα πόλο σε ένα άλλο πλαίσιο που θα είναι πιο ελκτικό, πιο συνεκτικό κλπ. Οι απαξιωτικοί χαρακτηρισμοί, δυστυχώς, επικαλύπτουν την ουσία.

Δεν μπαίνουν καν σε αυτή τη διαδικασία.

Τότε η  κουβέντα θα ήταν ενδιαφέρουσα και πιθανόν να υπήρχαν και αλληλεπιδράσεις στα κόμματα. Το ίδιο συμβαίνει και από την άλλη πλευρά με την ηγεσία της ΔΗΜΑΡ, η οποία επίσης λέει ότι δεν υπάρχει δυνατότητα διαμόρφωσης, σύμπτυξης ενός ευρύτερου μετώπου της αριστεράς για τον πολύ απλό λόγο ότι θέλει να αφήσει ανοιχτό –και το αφήνει συνειδητά ανοιχτό – σε κάθε περίπτωση και ο Φ.Κουβέλης αλλά και άλλα στελέχη ή μέλη αυτού του χώρου– το θέμα της μετεκλογικής συνεργασίας με το ΠΑΣΟΚ. Αντιλαμβάνεται η ηγεσία της ΔΗΜΑΡ ότι αυτό δεν μπορεί να συζητηθεί, δεν διαμορφώνει όχι πλαίσιο αλλά την ελάχιστη  κινητήρια δύναμη για την σύμπτυξη ενός αντιμνημονιακού μετώπου, αλλά θολώνει τα πράγματα, έστω και ως ενδεχόμενο. Δεν λέω ότι είναι μια ειλημμένη απόφαση. Και οι δύο στάσεις, λυπάμαι που θα το πω, είναι πάρα πού πίσω και έξω από τη θέληση, τη διάθεση, τις ανάγκες του κόσμου και τις ανάγκες της ιστορικής, πρωτόγνωρης, περιόδου που διανύουμε.

Και από τις ανάγκες που είναι ορατές, κ. Βούτση, αν λάβουμε υπ’ όψιν μας και τη συμμετοχή του κόσμου στις τελευταίες συγκεντρώσεις του ΣΥΡΙΖΑ και το ενδιαφέρον που εκδηλώνεται, καταλαβαίνουμε ότι…..

Απολύτως. Μας ενδιαφέρει, προφανώς, όταν γίνουν εκλογές να πάρουμε το δυνατόν μεγαλύτερο ποσοστό της αριστεράς. Έχουμε, όμως, την επίγνωση ότι αυτό δεν θα είναι όπως άλλες φορές, ότι αυτό δεν θα είναι ένα σκαλοπάτι, πιο ύστερα να ανέβουμε και άλλο σκαλοπάτι…και θα ήμασταν πανευτυχείς. Δεν είναι έτσι τα πράγματα. Τώρα κρίνονται καταστάσεις στη συνείδηση κάθε πολίτη, της  οικογενειακής συγκρότησης, των  νέων ανθρώπων, στις οποίες η αριστερά πρέπει να  ανταπεξέλθει με φρόνηση, με ρεαλισμό και με ριζοσπαστισμό ταυτόχρονα, με ανατρεπτική διάθεση για να σταματήσει αυτή η ταφόπλακα που δημιουργείται στο μέλλον των πολιτών και των παιδιών μας. Αν δεν κάνει αυτό η αριστερά σήμερα, ότι ποσοστά και αν πάρουν και αν πάρουμε, αντιλαμβάνεστε ότι η ρετσινιά θα μας ακολουθεί και το μέλλον θα είναι άδηλο και για τα κόμματα της αριστεράς.

Ο κόσμος τι θα πει; Δεν μπορούσατε να τους σταματήσετε κύριοι αφού τα είχατε συνειδητοποιήσει όλα; Κυρίες και κύριοι της αριστεράς, δεν μπορούσατε να σταματήσετε τον κ. Χρυσοχοΐδη, τον κ.Λοβέρδο, τον κ.Βενιζέλο, όλους αυτούς που τώρα στο βωμό της εσωκομματικής τους αντιπαράθεσης ανακαλύπτουν και τη χρεωκοπία του μνημονίου και το άδικο που έκαναν στην κοινωνία μας. Γιατί δεν μπορούσατε;

Λογικό. Πως εκτιμάτε πως θα διαμορφωθούν τα πράγματα το επόμενο διάστημα κ.Βούτση;

Γίνεται μια μεγάλη σύγκρουση, μια μεγάλη αντιπαράθεση θα έλεγα, για  το ζήτημα του πότε θα γίνουν εκλογές με αφορμή και το πασίδηλο το οποίο υπήρχε από την πρώτη στιγμή των προγραμματικών δηλώσεων ότι  μέσα στο τρίμηνο τετράμηνο, καθώς δεν έκλεινε και ο προϋπολογισμός, θα ερχόντουσαν νέα μέτρα προς ψήφιση. Γι’ αυτό και τώρα μίλησα περί πρόβας απόδρασης με αφορμή τις επικουρικές κλπ. Αυτή η αντιπαράθεση για το χρόνο διεξαγωγής των εκλογών μην έχετε αμφιβολία πως έχει πέραν του πραγματισμού που ζητά ο κ.Παπαδήμος έχει και άκρως ιδεολογικά χαρακτηριστικά. Ο κ.Καρατζαφέρης, που είναι ο λαγός πάντοτε στις εξελίξεις του μνημονιακού μπλοκ προειδοποίησε ότι με μια αριστερά όχι απλά διψήφια αλλά σε μεγάλα νούμερα σε όλες τις δυνάμεις θα είναι πολύ πιο δύσκολα σε μια μετεκλογική κυβέρνηση να κάνει αυτά που μπορεί να κάνει σήμερα μια κυβέρνηση Παπαδήμου. Εχει λοιπόν και ιδεολογικά χαρακτηριστικά αυτή η αντιπαράθεση, και νομίζω πως εκεί κάπου μέσα στο Γενάρη θα κορυφωθεί αυτή η αντιπαράθεση, θα υπάρχει και η επικουρία, η συνέργεια των ξένων, των διεθνών κύκλων, των νεοφιλελεύθερων ελίτ των  ευρωπαϊκών που δεν θα ήθελαν από την πλευρά τους να φύγει ένα μήνυμα μεγάλων εκλογικών ποσοστών της αριστεράς για τις δικές τους. Άρα ανεξαρτήτως του τι λέει τώρα ο κ.Σαμαράς και  πως αντιλαμβάνεται ότι έχει παγιδευτεί ή οτιδήποτε άλλο, που είναι δικά του θέματα και δεν αφορούν τον ελληνικό λαό, πιστεύω ότι δεν είναι ληγμένο το πότε θα γίνουν οι εκλογές ενώ ή ίδια η πραγματικότητα βοά πως θα έπρεπε να είχαν γίνει χθες.

9 Δεκεμβρίου, 2011

Ανατροπή σκηνικού με αριστερό πρόσημο

Ως κοινή συνισταμένη, μέσω των πρόσφατων δημοσκοπικών εκτιμήσεων της εκλογικής επιρροής, εμφανίζεται η σημαντική ενίσχυση όλου του φάσματος των αριστερών δυνάμεων και η συνεχής μείωση, στα όρια της κατάρρευσης, του ΠΑΣΟΚ. Η σημασία αυτού του «ευρήματος» που προφανώς παρακολουθεί και αντιστοιχείται με τις κοινωνικές διεργασίες των τελευταίων μηνών, είναι απολύτως καθοριστική για τις προσεχείς πολιτικές εξελίξεις.

Η συγκυρία της κρίσης, η γρήγορη εξάντληση  της δυναμικής του εγχειρήματος της συγκυβέρνησης Παπαδήμου, η σκληρή ενδοκομματική σύγκρουση στο ΠΑΣΟΚ που αδυνατίζει τα σχέδια και την προσδοκία διαφόρων κέντρων που θέλουν να μεταφέρουν το χρόνο των εκλογών για το καλοκαίρι ή για το Σεπτέμβριο του ΄12 ή και του ΄13, είναι παράγοντες που καθιστούν απολύτως ενεργές πολιτικά τις παρούσες δημοσκοπικές εκτιμήσεις και μειώνουν το συνήθη συγκυριακό και άκρως ευμετάβλητο χαρακτήρα τους.

Στο φόντο, λοιπόν, της ανοικτής δημόσιας συζήτησης για τις ευθύνες που καλούνται να αναλάβουν οι πολιτικές ηγεσίες της αριστεράς, ώστε να δοθεί ένα αριστερό πρόσημο στα αποτελέσματα της προσεχούς εκλογικής αναμέτρησης  έχει ιδιαίτερη σημασία να διευκρινιστούν ορισμένα ζητήματα σε σχέση με την πρόσφατη επιχειρηματολογία της ηγεσίας του ΚΚΕ στη συζήτηση στη Βουλή, καθώς  έγινε φανερό, στα πλαίσια του ιδιότυπου διαλόγου που αναπτύχθηκε, ότι πέραν των άλλων, δεν προσδίδει, το ΚΚΕ, κομβική σημασία στην επίτευξη ενός τέτοιου στόχου. Θα μπορούσε κανείς να πει ότι μιλάμε για τα αυτονόητα ενώ δεν θα έπρεπε, γιατί είναι σαφές ότι ένα τέτοιο αποτέλεσμα με την αριστερά σε πρωταγωνιστικό ρόλο, ακόμα και εκτός ευθυνών διακυβέρνησης, θα προσδώσει μια αναγεννητική πνοή, μια χειροπιαστή ελπίδα για την ανάπτυξη των κοινωνικών αγώνων και την ανατροπή των πολιτικών που η δανειακή σύμβαση επιβάλλει στο λαό μας.

Επίσης, ένα θετικό αποτέλεσμα για τη μετωπική, ενωτική αριστερή παράταξη θα δώσει ένα ηχηρό σήμα σε όλη την Ευρώπη για αντίστοιχες αλλαγές στους πολιτικούς συσχετισμούς στην πιο κρίσιμη φάση όπου επιχειρείται η οικοδόμηση μιας ακόμη πιο αντιλαϊκής, αυταρχικής νεοφιλελεύθερης αρχιτεκτονικής για την Ε.Ε. Επίσης, δεν θέλει πολύ μυαλό για να καταλάβει κανείς ότι η σύμπηξη ενός ευρύτατου αντιμνημονιακού και αντινεοφιλελεύθερου μετώπου της αριστεράς θα προσέλκυε θετικά δυνάμεις από τις λαϊκές βάσεις των κομμάτων του δικομματισμού και θα απέτρεπε  τον εγκλωβισμό  όσων αποδεσμεύονται από τα αριστερά από το ΠΑΣΟΚ σε μια νέα περιπέτεια ανασύνθεσης του «καλού» ΠΑΣΟΚ υπό νέα διεύθυνση ή και με νέο τίτλο.

Η ηγεσία του ΚΚΕ γνωρίζει πολύ καλά, όπως γνωρίζουμε και εμείς, τα ιδιαίτερα ποιοτικά ευρήματα έγκαιρων ερευνών της κοινής γνώμης που δείχνουν ότι μια τέτοια προοπτική μετώπου, με την αυτονόητη διατήρηση και τον αλληλοσεβασμό σε υπαρκτές διαφορές των επιμέρους στρατηγικών προσανατολισμών, είναι σαφώς πλειοψηφική  στο σύνολο της διαφαινόμενης εκλογικής επιρροής όλων των κομμάτων της αριστεράς. Είναι, λοιπόν, καθήκον όλων μας, αντί για άγονες αντιπαραθέσεις και περιχαρακώσεις, αντί για ιδεοληπτικές προσεγγίσεις και εμμονές, να καλλιεργούμε ένα γόνιμο διάλογο ακόμα και με τις οξείες αντιπαραθέσεις  που μπορεί να επιβιώνουν, αλλά που δεν πρέπει να καταστρέφουν τα περιθώρια για προσέγγιση, ενωτική δράση και για τη συνδιαμόρφωση εναλλακτικών λύσεων, όπως ζητάει ο κόσμος της αριστεράς.

Είναι δυνατόν να γίνεται η εκτίμηση από την Α. Παπαρήγα ότι «αυτό που εμείς φοβόμαστε και θέλουμε να το πούμε – δεν τρομάζουμε και όταν λέμε φοβόμαστε, εργαζόμαστε και θέλουμε  ο ελληνικός λαός να ετοιμαστεί –  ποιός σ΄αυτή την αίθουσα μπορεί να αποκλείσει, ότι σε λίγα χρόνια δεν θα έχουμε μια γενικευμένη πολεμική σύγκρουση στην περιοχή μας; Οι ανταγωνισμοί εκεί οδηγούνται». Και αντί, λοιπόν, να ασχολείται, η ηγεσία του ΚΚΕ, με το επείγον της διαμόρφωσης αριστερού προοδευτικού πολιτικού συσχετισμού στην Ελλάδα και αντιστοίχως στην Ευρώπη, αντίθετα  παραπέμπει το όλο ζήτημα στην πρωτοβουλία των κομμάτων της αστικής τάξης και στη θεωρία των τυχαίων εξελίξεων, όπως φαίνεται από την αντίκρουση της πρότασης Τσίπρα για το αναγκαίο πάγωμα των πληρωμών των χρεών ως μέρους μιας συνολικής  εναλλακτικής πρότασης. Τί λέει, λοιπόν,  επ΄αυτού η Γραμματέας του ΚΚΕ; «Μπορεί να το κάνει αυτό δεν είναι τόσο ανίκανη, ούτε η αστική τάξη είναι ανίκανη ούτε τα κόμματά της. Τώρα είναι μπλεγμένα μέσα σε αντιφάσεις μην τους υποτιμάμε. Μπορεί εκείνη τη στιγμή να κάνουν πραγματικά πάγωμα πληρωμών και να πούμε «δεν πληρώνουμε» προκειμένου να μην έχουν ένα μεγάλο κοινωνικό ξέσπασμα στην Ελλάδα, που δεν ξέρουν πώς να μετεξελιχθεί. Σ΄αυτή την περίπτωση θα φάει κλωτσιά η Ελλάδα, θα τη βγάλουν από την Ε.Ε. Εκεί αν ο λαός τρομοκρατηθεί, κάτω από αυτή τη μεγάλη αλλαγή, τα πράγματα θα γυρίζουν πάλι σε βάρος του. Πρέπει να είναι έτοιμος να οδηγήσει τα πράγματα προς τη μετεξέλιξη που χρειάζεται. Μπορεί να χρειαστούν διάφορες παραλλαγές να υπάρχουν. Ακριβώς εμείς θεωρούμε ότι ο λαός πρέπει να ετοιμαστεί και για μια σχετικά μακρόχρονη πάλη, χωρίς άμεσα αποτελέσματα και να μην κουραστεί, να έχει αντοχή και για απότομες εξελίξεις. Δεν είμαστε μαντείο των Δελφών».

Όταν επί δύο χρόνια το βασικό επιχείρημα του μνημονιακού μπλοκ, διεθνώς και πρωταρχικά στη χώρα μας που χρησιμοποιήθηκε ως πειραματόζωο, ήταν  ότι δεν υπάρχει άλλος δρόμος, άλλη λύση από την καταστροφή  του κεφαλαίου της εργασίας  για να γλιτώσουν  τα πολλαπλά μεγάλα οικονομικά συμφέροντα που δημιούργησαν τη συστημική κρίση, όταν ακόμα και σήμερα που χρεοκόπησε αυτή η πολιτική επιμένουν στη δανειακή σύμβαση, έχει προφανώς μεγάλη σημασία η συστηματική αναφορά, όπως κάνει ο ΣΥΡΙΖΑ εδώ και καιρό,  σε όλες τις άλλες πηγές πλούτου και κερδοφορίας που θα έπρεπε να αποτελέσουν υποκείμενα για την αναγκαία φορολόγηση και χρηματοδότηση, ώστε να υλοποιηθεί μια άλλη αναπτυξιακή προοπτική. Ποιά είναι η απάντηση επ΄αυτού της ηγεσίας του ΚΚΕ; «Τί θα κάνει ο λαός; Ο λαός πρέπει να ξεσηκωθεί και όχι να υποδεικνύει στην κυβέρνηση πάρτε από ΄δω, πάρτε από ΄κει.  Και όχι να λέει: «πάρτε από εκείνον τον μέτοχο της επιχείρησης που δεν κάνει επένδυση». Εδώ ο λαός πρέπει πραγματικά να ξεσηκωθεί και να βρει τρόπους, έστω και προσωρινούς, αν δεν μπορεί να κάνει μια γενικότερη ανατροπή, να τα πάρει με τα ίδια του τα χέρια…. Ο κευνσιανισμός χρησιμοποιήθηκε και από φιλελεύθερα κόμματα και από σοσιαλδημοκρατικά, ανάλογα με τη φάση που περνούσε το καπιταλιστικό σύστημα στην κάθε χώρα. Πάντως ο καθαρός κευνσιανισμός εφαρμόστηκε μόνο στη ναζιστική Γερμανία….».

 Αφού, όμως, και η Α. Παπαρήγα αναφερόμενη στο ΣΥΡΙΖΑ αναγνωρίζει, ότι «Δεν σας ταυτίζουμε με τα κόμματα του κεφαλαίου…. μέσα στο κίνημα είσαστε. Δεν λέω ότι είσαστε στη διακυβέρνηση», δεν αισθάνεται την υποχρέωση-γιατί περί υποχρέωσης πρόκειται πλέον για όλες τις δυνάμεις της αριστεράς- να αρθρώσει ένα λόγο πειστικό για το πώς οι κοινωνικές δυνάμεις, μεσούσης της άγριας ταξικής σύγκρουσης, αλλά και οι πολιτικές δυνάμεις της αριστεράς θα αντιταχθούν, θα ανατρέψουν, θα αμφισβητήσουν έμπρακτα, εδώ και τώρα, την ηγεμονία των δυνάμεων του κεφαλαίου και του σάπιου πολιτικού συστήματος αστικής διακυβέρνησης που μας έφερε στο χείλος του γκρεμού;

Όμως «οι καιροί ου μενετοί». Η αριστερά στη χώρα μας έχει δώσει ιστορικά παραδείγματα που σε ευρωπαϊκή κλίμακα την καθιστούν πρωτοπόρα. Και βέβαια δεν είμαστε μαντείο των Δελφών!

Κυριακάτικη Αυγή, 9.12.2011