Archive for Αύγουστος, 2011

26 Αυγούστου, 2011

Θράσος θητών, ρεβανσιστών

Με αφορμή τη συναινετική υπερψήφιση της κατάργησης του ασύλου ως προμετωπίδας του νέου νόμου για τα ΑΕΙ και πάνω στα αποκαΐδια του συναινετικού κουκουλώματος -και- της υπόθεσης SIEMENS  άρχισε να ξετυλίγεται, να διαμορφώνει ατζέντα και να φτιάχνει στρατόπεδα  η νέα «εθνική αφήγηση» για τη χώρα. Τί δεν ακούσαμε και τί δεν διαβάσαμε μέσα σε μία εβδομάδα….

 

Ο ίδιος ο πρωθυπουργός στην, γραπτή, ομιλία του για τη στήριξη των νέων αντισυνταγματικών και αντιδραστικών επιλογών για τα ΑΕΙ μίλησε για σοβιετικού τύπου Πανεπιστήμια, πήρε τη σκυτάλη από την πρόσφατη αρθρογραφία  του Π. Μανδραβέλη της «Κ», που μόλις προ δεκαημέρου εγκάλεσε επιφανείς υπουργούς, τον Ρέππα και τον Καστανίδη, σε διαδοχική του αρθρογραφία για σοβιετικές κρατικίστικες αντιλήψεις. Ιδού το «νέο ψέμα», δηλαδή τάχατες η εγκαθίδρυση μιας ηγεμονίας απόψεων μεταπολιτευτικά  που είχαν στο πυρήνα τους «σοβιετικές λογικές»  που κράτησαν κλειστή «την κοινωνία και αντιπαραγωγική την οικονομία», το νέο ψέμα που στηρίζει το νέο μύθο της εθνικής αφήγησης για τη χώρα.

 

Είναι περισσότερο από προφανής η αγωνιώδης προσπάθεια των κρατούντων και των ιδεολογικών τους ταγών  στα τρία μεγάλα συγκροτήματα τύπου για να διαψεύσουν μια δραματική πραγματικότητα  που δοκιμάζει ανελέητα την κοινωνία μας και αποτυπώνεται σε απίστευτα νούμερα για την ανεργία, την ύφεση, τα λουκέτα, όλους τους δείκτες μιας προϊούσας μαζικής φτωχοποίησης.

 

Στο πολιτικό  πεδίο εξελίσσεται μια ευρεία,  απολύτως συναινετική,  επιχείρηση αναστήλωσης του δικομματισμού. Η έκβαση της οποίας  θα εξαρτηθεί, προφανώς,  από τον βαθμό που θα αποενοχοποιηθεί  το σύστημα για την κατάσταση χρεοκοπίας που βρέθηκε η χώρα, ενώ ταυτόχρονα επιχειρείται η απονομιμοποίηση  της αριστεράς, μέσω της επίρριψης ευθυνών για τη μεταπολιτευτική πορεία του τόπου.  Προφανής στόχος η ηθική-πολιτική απαξίωση και η πολιτική συμπίεση μέσω εκτεταμένης καταστολής αυτής της δύναμης, δηλαδή της αριστεράς, που σε συνθήκες κρίσης μπορεί και πρέπει να αναδειχθεί ως αντίπαλο δέος και την εναλλακτική πρόταση εξουσίας.

 

Η «νέα αφήγηση» με επίκεντρο τη συνεχή, απόλυτα αόριστη, επίκληση δήθεν του «δημοσίου συμφέροντος» το οποίο αντιπαρατίθεται προς οτιδήποτε κοινωνικό, συλλογικό, ταξικό μόρφωμα είναι μορφοποιημένο θεσμικά και αντιστέκεται στην πολιτική του μνημονίου, δεν είναι παρά μία κυνική απολογητική της ιδεολογικής ομηρίας στους νόμους της αγοράς και της αποδοχής του ρόλου υπαλληλίας στις νεοφιλελεύθερες διεθνείς πολιτικές ελίτ.

 

Στο βωμό και προς επίρρωση των δογμάτων και των στερεοτύπων, που ακριβώς έχουν ως στόχο τη διάλυση της έννοιας του κοινωνικού συμφέροντος και την υπονόμευση της λόγιας και κινηματικής αντίστασης μέσα στον υπαρκτό δημόσιο χώρο, προπαγανδίζεται και καθοδηγείται από την κυβέρνηση ο επώδυνος «κοινωνικός αυτοματισμός» σε όλες του τις εκφάνσεις. Στοχοποιείται το κοινωνικό σώμα ως σύνθεση διεφθαρμένων συντεχνιών, ενώ ταυτόχρονα αγιογραφούνται όλες οι επιχειρούμενες αλλαγές – μεταρρυθμίσεις, από τα ΑΕΙ και τις εργασιακές σχέσεις έως τη διαχείριση των απορριμμάτων και την τύχη της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης, αλλαγές που ανοίγουν πόρτες και παράθυρα στην πιο άγρια εκμετάλλευση και κερδοφορία του ιδιωτικού κεφαλαίου σε συνθήκες κρίσης και κοινωνικής χρεοκοπίας.

 

Η «νέα αφήγηση της Ελλάδας των αλλαγών και της ανοικτής κοινωνίας μέσα στο διεθνοποιημένο περιβάλλον» αναλαμβάνεται οικειοθελώς από τη σημερινή κυβέρνηση που έτσι κι αλλιώς έχει αναλάβει, επίσης, εν λευκώ το έργο της «εθνικής σωτηρίας». Εδώ, όμως, μπαίνει η ανάγκη, για να γίνει πιστευτό το απολύτως έωλο με πραγματικούς όρους εγχείρημα, να εμφανιστεί, ακόμα καλύτερα να συγκροτηθεί, ένα εθνικό μέτωπο. Επιτέλους, με επίκεντρο την κατάργηση του ασύλου, συγκροτήθηκε το μέτωπο «από τις αστικές πολιτικές δυνάμεις της ευθύνης», κατά Παπαχελά, εναντίον των ανεύθυνων, αριστερίστικων, λαϊκίστικων λοιπών δυνάμεων. Από κοντά και ο Καχριμάκης να επανέρχεται στο ΣΥΡΙΖΑ ως δύναμη του μπάχαλου, έτσι για να μην ξεχνιόμαστε για το που επικεντρώνεται η στοχοποίηση της αριστεράς. Το νέο «μπλοκ» στηρίζεται ιδεολογικά, όχι μόνο από την πυκνή αρθρογραφία του Στ. Μάνου, αλλά και από τον πλέον συγκροτημένο λόγο του Μ. Βορίδη σε σχέση με τις άναρθρες και αντιφατικές ρητορείες στελεχών του ΠΑΣΟΚ, καθώς ο βουλευτής πηγαίνει στην καρδιά, την ουσία του ζητήματος. Δηλαδή στην αμφισβήτηση της ταξικής συγκρότησης και των κοινωνικών αντιπαραθέσεων στο έδαφος των αναλύσεων της αριστεράς, επίσης στην αποδοχή της απαξίωσης της εργασίας, των κοινωνικών κατακτήσεων και των διευρυμένων ελευθεριών σε συνθήκες κρίσης. Αντίθετα, η ενίσχυση της ιδιωτικής σφαίρας, η εκποίηση δημόσιου πλούτου, η επιχειρηματικότητα και τα κάθε είδους κίνητρα, ιδιαίτερα τα φορολογικά,  για εκτεταμένη κερδοφορία του κεφαλαίου θεωρούνται ως  μόνα ικανά προτάγματα και συμβατά στο διεθνές παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον για την αποφυγή της πλήρους χρεοκοπίας.

 

Η διάλυση του δημόσιου χώρου και του αλληλέγγυου κοινωνικού συμφέροντος θεωρείται προϋπόθεση για μια «ανοικτή κοινωνία των πολιτών» που μόνο έτσι μάλιστα μπορεί να διεκδικήσει τη θέση της χώρας  μέσα στον «πολτό» της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης.  Ο κυνικός εκσυγχρονιστικός λόγος συνιστά ένα νέο λαϊκισμό στα πλαίσια του οποίου απαξιώνεται  η ίδια η δημοκρατία των διευρυμένων κοινωνικών κατακτήσεων και πολιτικών ελευθεριών, ενώ διαμορφώνει ένα νέο πεδίο  πλήρους ασυδοσίας  και διαπλοκής τόσο στην οικονομία όσο και στην πολιτική. Η κραυγή «δεν υπολογίζω το πολιτικό κόστος»  είναι πλέον το πιο σύνηθες «κλείσιμο ματιού» στα μεγάλα -και όσα θέλουν να γίνουν μεγάλα- συμφέροντα για το νέο πανηγύρι σε βάρος των δυνάμεων της εργασίας.

 

Αρκετοί μιλούν ήδη για μια επιχείρηση ρεβανσισμού απέναντι στις όποιες κατακτήσεις της μεταπολιτευτικής περιόδου. Αν ήταν μόνο αυτό δεν θα πείραζε πολύ γιατί θα αποτελούσε μάχη οπισθοφυλακών για τις δυνάμεις που πιστεύουν και «τρέχουν» το μνημόνιο στη χώρα μας. Δυστυχώς αυτή είναι μία από τις πλευρές μιας συνολικής προσπάθειας στρατηγικής ανασυγκρότησης των αστικών δυνάμεων στο έδαφος της κρίσης. Πολιτική που πρέπει να ανατραπεί με κοινωνικούς και πολιτικούς όρους, αλλά για να γίνει αυτό δεν μπορεί να αφήνει αδιάφορο το σύνολο των δυνάμεων της αριστεράς η σκληρή ιδεολογική αντιπαράθεση στο έδαφος της καθολικής κρίσης, καθώς αυτή η μάχη για την ηγεμονία στη νέα φάση, διαμορφώνει την ατζέντα για την κοινωνική και ιδεολογική χειραγώγηση του μεγαλύτερου μέρους της κοινωνίας μας σε συνθήκες άγριας εκμετάλλευσης που προοιωνίζονται ζοφερό το μέλλον.

Κυριακάτικη Αυγή, 26.8.2011

23 Αυγούστου, 2011

Αποσπάσματα συνέντευξης «Στο Κόκκινο» – 23.8.11

https://i0.wp.com/politicsgr.net/wp-content/uploads/2012/03/%CE%A3%CF%84%CE%BF-%CE%9A%CF%8C%CE%BA%CE%BA%CE%B9%CE%BD%CE%BF-300x300.jpg

Η προκήρυξη του διαγωνισμού που έγινε με ευθύνη της κυβέρνησης και του Περιφερειάρχη Αττικής συνιστά μια απολύτως βέβαιη αναπαραγωγή των πολλαπλών αδιεξόδων στα οποία οδηγήθηκε ο προηγούμενος σχεδιασμός.

Χωρίς να περιμένουν τη συγκρότηση του μόνου αρμόδιου, του διαβαθμιδικού οργάνου της Περιφέρειας. Χωρίς να υπολογίζουν την μέχρι πριν λίγες μέρες επίκληση της δήθεν βέβαιης απώλειας των κοινοτικών κονδυλίων. Χωρίς να λαμβάνουν υπόψη τους, τους κοινωνικούς αγώνες των κατοίκων στην Κερατέα, στο Γραμματικό, στην πολύπαθη Φυλή. Κυρίως, χωρίς να επιχειρούν να αλλάξουν τη λογική και τη στρατηγική με τη ριζική στροφή σε μια σύγχρονη διαχείριση της αποκομιδής των απορριμμάτων, ενώ δημόσια και στα περιφερειακά συμβούλια έχουν διατυπωθεί πολύ σοβαρές εναλλακτικές προσεγγίσεις με ισχυρό κοινωνικό και περιβαλλοντικό χαρακτήρα.  Ανοίγουν διάπλατα το δρόμο, μέσω των ΣΔΙΤ, στα πολύ μεγάλα συμφέροντα που λυμαίνονται σε διεθνή μάλιστα κλίμακα αυτή τη νέα τεράστια βιομηχανία, δίνοντάς τους τιμή για κάθε εισερχόμενο τόνο, δηλαδή δίνοντάς τους ανοιχτά το κίνητρο αφενός να παραμένει σταθερή ή και να αυξάνεται η ποσότητα των σύμμεικτων απορριμμάτων, αντί της ριζικής μείωσης μέχρι και 70% μέσω της διαχείρισής τους στα προηγούμενα στάδια ανακύκλωσης, κομποστοποίησης κτλ  και αφετέρου επιτρέπουν να αυξηθεί υπέρμετρα το κόστος επιβάρυνσης των δήμων και των δημοτών. Βεβαίως, συμφώνα με τον δήθεν νέο σχεδιασμό επανέρχεται προς συζήτηση εμμέσως η απολύτως απαράδεκτη τεχνολογία της καύσης και οδηγούμαστε επίσης σε ένα γιγαντισμό έργων, σε εργοστάσια που θα χρειάζονται να «τρέφονται» με εκατομμύρια τόνων σκουπιδιών, ενώ εγκαταλείπεται πλήρως η εναλλακτική στρατηγική της περιφερειακής ανάπτυξης μικρών μονάδων για την ολική διαχείριση των απορριμμάτων σε κλίμακα ενώσεων γειτονικών δήμων ή ακόμα και σε κλίμακα οικοδομικών τετραγώνων.

Η υπόθεση της διαχείρισης των απορριμμάτων πρέπει να μείνει στο δημόσιο σχεδιασμό και στην υλοποίησή της με τις πιο σύγχρονες τεχνολογικές  και φιλικές προς το περιβάλλον μεθόδους και με τη συμμετοχή των πολιτών και της τοπικής αυτοδιοίκησης, ώστε να μειωθεί άμεσα και δραστικά ο όγκος των απορριμμάτων πριν από οποιαδήποτε μικρή και αποκεντρωμένη απαιτούμενη επεξεργασία.

18 Αυγούστου, 2011

Αποσπάσματα συνέντευξης «Στο Κόκκινο» – 18.8.11

https://i0.wp.com/politicsgr.net/wp-content/uploads/2012/03/%CE%A3%CF%84%CE%BF-%CE%9A%CF%8C%CE%BA%CE%BA%CE%B9%CE%BD%CE%BF-300x300.jpg

Για τις αποφάσεις της 21ης Ιουλίου.

Ήταν μια επικοινωνιακή διαχείριση για πολλοστή φορά μέσα στον ενάμισι χρόνο, που υφιστάμεθα τις πολιτικές του μνημονίου. Λειτουργούν στη λογική του μονόδρομου. Έχουν κατά κάποιο τρόπο πολιτικά εμβολιαστεί από την αντίληψη που υπάρχει και στους ιθύνοντες κύκλους και καλύπτει τις πολιτικές της Ε.Ε., που κινούνται ακριβώς πάνω στην αντίληψη του μονόδρομου. Βλέπουν την ανάγκη μιας οικονομικής και ενδεχομένως χαλαρής ή όπως αλλιώς πολιτικής διακυβέρνησης με μόνο στόχο πάνω σε μια αρχιτεκτονική, η οποία θα δεσμεύει ακόμα περισσότερο σε πολιτικές λιτότητας, σε αντικοινωνικές πολιτικές, θα λειτουργεί ως τιμωρός για όσες χώρες δεν πειθαρχούν. Την ίδια ώρα που ο Ντελόρ βέβαια μετά από πολλά χρόνια και αυτός, μιλάει για μια αμοιβαιότητα στη διαχείριση των κρίσεων χρέους.

Για τους χειρισμούς και τα αποτελέσματα της κυβερνητικής πολιτικής

Είναι προφανές ότι η κυβέρνηση θα έπρεπε από την προηγούμενη φάση να έχει κάνει μια ριζική στροφή, να έχει απαρνηθεί το μονόδρομο της καταστροφής και να έχει μπει στη λογική της ριζικής και επιθετικής επαναδιαπραγμάτευσης του χρέους, με διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους του, και σε μια τέτοια λογική να προσπαθούσε να συμπαρασύρει και τις άλλες χώρες που είναι στη ίδια κατάσταση, αλλά κυρίως να αλλάξει νοοτροπία σε ευρωπαϊκή κλίμακα για να αντιμετωπιστεί η υπόθεση του χρέους. Αυτό δεν το έκαναν και από εκεί και πέρα λειτουργούν αυτοκαταστροφικά και καταστροφικά για όλους μας. Η χώρα χρεοκοπεί. Όλες οι ειδήσεις – κι εσείς το ξέρετε καλύτερα από μένα – δίνουν δραματικό πρόσημο. Για τα σχολεία, που ήδη λένε ότι θα πάμε στην πιο δύσκολη χρονιά μετά τον 2ο παγκόσμιο πόλεμο μέχρι τα λουκέτα στα μαγαζιά, την τρομακτική ύφεση στην οικονομία και στους βασικούς κλάδους, τη μή αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής, την ανεργία – ασύλληπτη για τα δικά μας δεδομένα πριν από λίγα χρόνια -. Όλα αυτά επιδεινώνονται και η κυβέρνηση ακολουθεί με το κεφάλι κάτω τις προσταγές των ιθυνόντων της Ε.Ε.

Για τη Συμφωνία με τη Φινλανδία

Είναι φανερό ότι η κυβέρνηση γνώριζε τα πάντα γι’ αυτή τη Συμφωνία. Υπήρχε ειδική υπόμνηση στην απόφαση, στα ψιλά γράμματα όπως λέμε στις τραπεζικές συναλλαγές, της απόφασης της 21ης Ιουλίου, που έλεγε για μια ειδική ρύθμιση για Συμφωνία ανάμεσα στην Ελλάδα και την Φινλανδία, έτσι ώστε η Φινλανδία να προσυπογράψει στο Κοινοβούλιό της το νέο δάνειο. Διότι χρειάζεται ομοφωνία. Εκεί, λοιπόν, στο όνομα του να ξεπεραστεί ο σκόπελος των εμπράγματων εγγυήσεων που ζητούσε η Φινλανδία, αλλά και η Ολλανδία, συμπεριλήφθηκε μια ιδιαίτερη απόφαση, κάτι σαν ένα ιδιωτικό συμφωνητικό ανάμεσα στα δυο κράτη, με βάση τα οποία η Φινλανδία προφανώς δεν θα συμμετάσχει στο κεφάλαιο του νέου δανεισμού, θα πάρει από πριν ισόποσο κεφάλαιο από πλευράς της Ελλάδας, το οποίο θα το αποπληρώσει εφόσον πάνε καλά τα πράγματα, δηλαδή διαχρονικά εφόσον αποπληρωθεί το δάνειο και προχωράνε το μεσοπρόθεσμο για την ώρα και τα μακροπρόθεσμα σχέδια λιτότητας και πάει καλά η αποχρέωση της χώρας. Τότε από πλευράς Φινλανδίας θα υπάρξει η επιστροφή των χρημάτων και μάλιστα θα υπάρχει και ένα κέρδος γι’ αυτούς, θα κάνει επενδύσεις στις χώρες των 3Α, δηλαδή με ένα επιτόκιο της τάξης των 2,7%, αν δεν κάνω λάθος, ενώ θα έχει πάρει σήμερα τα χρήματα με 3,3%, 3,4%, όσο είναι το επιτόκιο που δανείζεται σήμερα η Ελλάδα σε αυτό τον μηχανισμό του δεύτερου δανείου. Περί αυτού πρόκειται. Αυτό μπορεί να προκαλέσει και άλλες χώρες να μπουν σε αυτή τη λογική, το οποίο σημαίνει ότι δεν θα υπάρχει αυτή η απόφαση του νέου δανεισμού.

Το ζήτημα είναι ότι αυτά που συμβαίνουν υπερβαίνουν κατά πολύ αυτό το προαποφασισμένο φιάσκο με την Φινλανδία. Γιατί η Ιταλία και η Ισπανία είναι αναγκασμένες από τις αποφάσεις της 21ης Ιουλίου να δανείσουν την Ελλάδα με πολύ μικρότερο επιτόκιο από αυτό που τώρα οι ίδιες είναι αναγκασμένες να πληρώνουν για τις δικές τους δανειακές ανάγκες. Οπότε έχουν αλλάξει και κάποια σοβαρά δεδομένα στις μεγάλες χώρες, αυτές οι δύο χώρες δίνουν το 30 – 35% του δανείου. Λοιπόν, νομίζω ότι έχει ανατραπεί και η σαθρή βάση της Συμφωνίας των Βρυξελών και αυτό είναι που κάνει την κυβέρνηση να τρέμει, διότι έρχεται στην επιφάνεια η πραγματική ουσία της κρίσης. Δηλαδή, αφενός η ανάγκη διαγραφής του μεγαλύτερου μέρους του χρέους των χρεωμένων χωρών, αφετέρου η κοινή διαχείριση μέσω της ΕΚΤ και μέσω δομών αλληλεγγύης του υπόλοιπου χρέους, δηλαδή το πέρασμα του χρέους σε αυτές τις ευρωπαϊκές δομές μέσω ευρωομολόγων και άλλων ρυθμίσεων. Διότι πλέον το ευρωομόλογο από μόνο του, που εμφανιζόταν ως λύση προ ενάμισι έτους, είναι παρωχημένο, εάν δεν ενταχθεί μέσα σε μια ριζικά διαφορετική λογική κοινής ευθύνης μακροπρόθεσμα όλης της ευρωζώνης, ώστε να απαλλαγούν από τα χρέη οι χώρες και όχι να στηριχθεί και πάλι το τραπεζικό σύστημα σε βάρος της εργασίας και των κοινωνικών δομών.

Για τη στάση του Βερολίνου

Η σύγκρουση πλέον έχει φτάσει στον πυρήνα της διαφοράς. Είναι υποχρεωμένοι να θέσουν το δάκτυλο επί των τύπων των ήλων. Οι ηγεσίες της Γερμανίας και της Γαλλίας, είναι θετικές, είναι  σταθερά προσανατολισμένες υπέρ των στρατηγικών των αγορών σε μία ομηρία και, θα έλεγε κανείς, σε μία υπαλληλία. Άρα, δεν μπορούν γιατί δεν θέλουν μια ριζικά διαφορετική αρχιτεκτονική της Ε.Ε., το βλέπετε σε κάθε βήμα, να συγκρουστούν με το κεφάλαιο και να ανοίξουν έναν διαφορετικό δρόμο και για την Ε.Ε. και για τους λαούς.

Η απάντηση της Αριστεράς

Οι κυβερνώντες στην Ελλάδα έχουν συναποφασίσει να «εκσυγχρονίσουν» βιαίως υπέρ του μεγάλου κεφαλαίου και εναντίον των δυνάμεων της εργασίας.

Η απάντηση μπορεί να είναι μόνο από την πολιτική Αριστερά και κυρίως από την κοινωνική Αριστερά και από τον κόσμο ξανά στους δρόμους. Δεν υπάρχουν άλλες απαντήσεις, έχει εξαντληθεί η προτασιολογία των λεγόμενων ενδιάμεσων χώρων που επί της ουσίας στηρίζουν το μνημόνιο. Αφού δεν αποδέχονται ότι το πρόβλημα είναι αυτό που είναι, δηλαδή η κρίση του ίδιου του συστήματος, η σύγκρουση είναι σαφές πως θα υπάρξει σε όλα τα επίπεδα και κυρίως στο κοινωνικό και θα παίρνει οξυμένες και ενδεχομένως ανεξέλεγκτες μορφές σε όλη την Ευρώπη στο αμέσως προσεχές διάστημα.

14 Αυγούστου, 2011

Στην κόλαση μέσω θριάμβων

Ο δρόμος για την κόλαση της πραγματικής χρεοκοπίας είναι σπαρμένος με διαδοχικούς θριάμβους την τελευταία διετία. ΠΑΣΟΚ και Ν.Δ. επιδίδονται σε μια ανούσια πολιτική αντιπαράθεση για το ποίος πρώτος μίλησε περί ευρωομολόγου, ενώ συνειδητά αποκρύπτουν ότι εξόρκιζαν ακόμα και την οποιαδήποτε αναδιάρθρωση με επίκεντρο τη διαγραφή έστω και μέρους του χρέους με επικοινωνιακές πατριωτικές κορώνες του επιπέδου «εμείς θα πληρώσουμε μέχρι και το τελευταίο ευρώ που χρωστάμε».

Ακόμη και τώρα, όταν πληθαίνουν οι δημόσια εκφρασμένες απόψεις παραγόντων των διεθνών οικονομικών ελίτ που ισχυρίζονται ότι θα έπρεπε η πρόσφατη συμφωνία των Βρυξελλών να εδράζεται ή να οδηγεί σε διαγραφή τουλάχιστον του μισού του ελληνικού χρέους, ακόμη και τώρα, η κοινή ατζέντα αντιπαράθεσης και ουσιαστικής συναίνεσης του δικομματισμού αρθρώνεται σε τριτεύοντα ζητήματα περί της «χημείας» των ασκούμενων πολιτικών, στο πεδίο, πάντα, των περαιτέρω φορολογικών διευκολύνσεων για το κεφάλαιο.

Χωρίς αμφιβολία, η διεθνής διάσταση της κρίσης, που είχε και έχει αναμφισβήτητα συστημική μορφή και εγκυμονεί πραγματικές παγκόσμιες αντιπαραθέσεις, επιβεβαιώνει την ανάλυση της Αριστεράς, ιδιαίτερα της δικής μας Αριστεράς, για τη φύση της κρίσης χρέους της Ελλάδας και άλλων ευρωπαϊκών χωρών, αλλά και για τη στρατηγική διαχείρισης εκ μέρους των αγοραίων και πολιτικών νεοφιλελεύθερων ελίτ των προγραμμάτων για τη δήθεν υπέρβαση της κρίσης.

Υπάρχουν δύο, τουλάχιστον, «σχολές» στην ελληνική κυβέρνηση για την πολιτική και επικοινωνιακή διαχείριση της δραματικής φάσης, την οποία διανύουμε, με ανοιχτά, κατά κοινή ομολογία, όλα τα ενδεχόμενα: Η εμπροσθοφυλακή της κυβερνητικής πολιτικής εμφανίζεται να εμπιστεύεται και να επενδύει στη δυνατότητα θετικής υπέρβασης – προφανώς υπέρ του κεφαλαίου και σε βάρος της εργασίας – της διεθνούς κρίσης, μια εξέλιξη «σταθεροποίησης» και νέων ισορροπιών ανάμεσα στις παγκόσμιες οικονομικές δυνάμεις, με την Ε.Ε. να αποφεύγει το ντόμινο των κρίσεων χρέους στις μεγαλύτερες χώρες-μέλη. Εν αναμονή, λοιπόν, αυτής της εξέλιξης, όλοι ομνύουν στην ανάγκη συνέπειας, πειθάρχησης, τυφλής υπακοής σε ό,τι λένε τα διαδοχικά μνημόνια, αλλά και σε όσα επίσης δεν λένε τα μνημόνια. Βαφτίζονται οι ασκούμενες πολιτικές ως μεταρρυθμίσεις και διαρθρωτικές αλλαγές, αρκεί να συντείνουν στη  ακραία φτωχοποίηση και τον τέλειο κατακερματισμό της κοινωνίας. Το ντελίριο του νεοφιλελεύθερου πάθους που έχει καταλάβει τους ενθουσιώδεις υπουργούς, μαζί με πλειάδα δημοσιογράφων, οικονομικών παραγόντων και πανεπιστημιακών, συνοψίζεται στην κεντρική αντίληψη  ότι όλη η 35ετία της πρώτης και της ύστερης μεταπολίτευσης είχε ανεχθεί ή και εγκαθιδρύσει ένα ιδιότυπο σοβιετικό καθεστώς με ιδεολογική ηγεμονία των δυνάμεων της Αριστεράς(!) και με συστηματική καταπίεση της επιχειρηματικότητας, της ιδιωτικής πρωτοβουλίας, της ελευθερίας στα ΑΕΙ και της αφόρητης συμπίεσης των αγορών και των επαγγελμάτων. Ότι εν τέλει τα μνημόνια είναι ή μπορεί να γίνουν ο εμβρυουλκός για τον (χαμένο) εκσυγχρονισμό που δεν άφησαν τον Σημίτη να ολοκληρώσει.

Βεβαίως, υπάρχει και η δεύτερη «σχολή σκέψης», το ίδιο κυνική, αλλά σαφώς πιο ρεαλιστική, καθώς αρκετοί κυβερνητικοί και εν γένει δημόσιοι παράγοντες αναγνωρίζουν, ως αντικοινωνικό, ή ακόμα και λαθεμένα επιβληθέντα, τον σχεδιασμό των πολιτικών του μνημονίου. Πλην όμως, με ή χωρίς ιδιοτέλεια, θεωρούν ότι μόνο το ΠΑΣΟΚ μπορεί να ηγηθεί και να βγάλει σε πέρας αυτή τη μεταβατική περίοδο. Αυτή η άποψη θεωρεί ότι μια τέτοια σκληρή αντικοινωνική πολιτική θα βρει μεγάλες αντιστάσεις, ιδιαίτερα μάλιστα, στον λαϊκό κόσμο που ψήφιζε το ΠΑΣΟΚ, αλλά ότι δεν υπάρχει εναλλακτική πρόταση, ότι η σωρεία των λαθών μπορεί να αντιμετωπίζεται σε εσωτερικές ανθρωποθυσίες, ότι, τελικά, «πάση θυσία» θα πρέπει η κυβέρνηση να μακροημερεύσει, κινούμενη ακόμα και στα ακραία όρια της συνταγματικής  δημοκρατικής τάξης ή και έξω από αυτά. Δεν είναι τυχαίο, λοιπόν, ότι από αυτήν την πλευρά διαρρέουν συνεχώς «ειδήσεις» για επερχόμενες σκληρές συγκρούσεις που πρέπει να αντιμετωπιστούν ακόμα πιο σκληρά από τις δυνάμεις καταστολής με νέα μέσα και χωρίς ίχνος δισταγμού, κάτι δηλαδή σαν το δόγμα της μηδενικής ανοχής. Ότι, επίσης, στοχοποιούνται πολιτικοί χώροι που αντιπολιτεύονται την κυβέρνηση με προφανή στόχο να μετασχηματιστεί η τρομολαγνεία σε νέα φοβικά σύνδρομα ώστε να αναδιπλωθούν τα πολύμορφα κινήματα, με αιχμή αυτό των κοινωνικά «αγανακτισμένων» και αφυπνισμένων πολιτών.

Η ανατροπή του πολιτικού σκηνικού, πριν ή μετά τις εκλογές, όποτε κι αν γίνουν, προϋποθέτει και θα οδηγήσει σε κοινωνικές και πολιτικές αντιπαραθέσεις πρωτοφανούς σκληρότητας, σε όλα τα επίπεδα, συμπεριλαμβανομένου αυτού της ιδεολογίας και των αξιών, όπως επίσης, και αυτού των διεθνών αναφορών, μέσα σε έναν κόσμο που συνταράσσεται από τις αβεβαιότητες που εγκυμονούν, όμως, τη θετική ανατροπή των νεοφιλελεύθερων καπιταλιστικών βεβαιοτήτων που οδήγησαν στην κρίση.

Η πρόσκληση-πρόκληση της ριζοσπαστικής Αριστεράς για πλατιά μέτωπα κοινωνικής αντίστασης και πολιτικής πρωτοβουλίας, με στόχο την ανατροπή της πολιτικής των μνημονίων, θέτει επί τάπητος για δημόσια συζήτηση, για πιθανές ανασυνθέσεις, αλλά και για τη διερεύνηση συγκλίσεων όχι μόνο τις εναλλακτικές προτάσεις της Αριστεράς για το χρέος σε ευρωπαϊκή ή εθνική, μάλιστα, κλίμακα, αλλά το σύνολο των παραγόντων και των πεδίων που έχουν ανοιχτεί  μέσα από την παράταση και την όξυνση της κρίσης του συστήματος. Αυτή η αναγκαία ενωτική δράση της Αριστεράς θα αποδεσμεύει και θα εμπνέει πολίτες που μέχρι τώρα ήταν για χρόνια εγκλωβισμένοι στο δικομματισμό και τα πολιτικά του στερεότυπα. Ξεκινώντας από την αντίσταση στα συγκεκριμένα μέτρα, θα συνειδητοποιείται μαζικά η ανάγκη να αμφισβητηθεί η ίδια η αρχιτεκτονική Ε.Ε. και των οργανισμών, όχι μόνο των περίφημων «οίκων», που καθοδηγούν, υπέρ του κεφαλαίου, τον πόλεμο εναντίον των δυνάμεων της εργασίας.

Κυριακάτικη Αυγή, 14.8.2011